-
1 ἀμφισβητέω
ἀμφισ-βητέω, [tense] impf. ἠμφεσβήτουν: [tense] fut. - ήσω: [tense] aor. ἠμφεσβήτησα:—[voice] Pass., [tense] fut. of med. formA : [tense] aor.ἠμφεσβητήθην Id.Plt. 276b
, al., Is.8.44:—[dialect] Ion. [full] ἀμφισβᾰτέω twice in Hdt. (v. infr.), SIG279.18 ([place name] Zelea): [tense] impf.ἀμφεσβάτει Inscr.Prien.37.99
; also [dialect] Aeol. [tense] pf. part. [voice] Pass.ἀμφισβατημένος IG12(2).6.25
([place name] Mytilene): (v. βαίνω):—lit. go asunder, stand apart: hence, disagree with, .b abs., disagree, dispute, wrangle, Id.4.14, etc.:περί τινος And.1.27
, Isoc.4.19, Pl.Prt. 337a;ὑπέρ τινος Antipho3.4.3
:πρός τινα 3.1.1
; οἱἀμφισβητοῦντες the parties, in a law-suit, Arist.Rh. 1354a31.2 c. dat. pers., dispute or argue with a person, Pl.Phdr. 263a,al.;τινὶ περί τινος Id.Plt. 268a
.3 c. gen. rei, dispute for or about a thing,τοῦ σίτου τοῦ ἡμετέρου D.32.9
; lay claim to,τῆς ἡγεμονίας Isoc.4.20
; τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων Epist. Phil. ap. D.12.23;τῆς ἀρχῆς D.39.19
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1280a6
, cf. 1283a11; τρία τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος three things which claim equal shares in.., 1294a19;τῆς μεσότητος ἀ. τὰ ἄκρα EN 1125b18
:—also ἀ. πρός τι make a claim with reference to a standard, Pol. 1283a24.b [dialect] Att. law-term, lay claim to property of deceased or guardianship of heiress, χρημάτων Jsoc.19.3;κλήρου D.3.5
, 44.38;κληρονομίας Is.3.1
: abs., 3.61, 6.3; ; πρὸς διαθήκην in defiance of a will, Isoc.19.1.4 c. acc. rei, dispute point, be at issue upon it,ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Pl.Grg. 472d
;οὐκ ἀληθῆ ἀ. Mx. 242d
; cf. ἀμφισβητητέον.5 c. acc. et inf., argue, maintain that..,ἀ. εἶναί τι Id.Grg. 452c
, cf. D.27.62, etc.; but ἀ. ὅτι ἐστί τι dispute the fact that.., Pl.Smp. 215b: with neg., argue or maintain that it is not,τὸ μὴ οὐχὶ ἡδέα εἶναι τὰ ἡδέα λόγος οὐδεὶς ἀ. Phlb. 13a
;ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμέ D.19.19
;ἀ. ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγει τις Pl.R. 476d
,al.: οὐδεὶς ἀ. περὶ τούτων, ὡς οὐ .. Arist.Pol. 1287b17;σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι Aeschin.2.148
.II [voice] Pass., to be the subject of dispute, to be in question,ἀμφισβητεῖταί τι Pl.R. 581e
, etc.: impers., ;περί τινος R. 457e
; ;ὁ πολίτης ἀ.
is a debatable term,Arist.
Pol. 1275a2; τὰ ἀμφισβητούμενα, = ἀμφισβητήματα, Th. 6.10, 7.18, Isoc.4.19, Pl.Lg. 641e, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφισβητέω
См. также в других словарях:
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… … Dictionary of Greek
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek